δημηλασία

δημηλασία
δημηλασία, η (Α) [δημήλατος]
η ποινή τής εξορίας που επιβάλλεται σε κάποιον με απόφαση τού λαού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δημηλασίαν — δημηλασίᾱν , δημηλασία banishment decreed by the people fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημήλατος — δημήλατος, ον (Α) φρ. «δημήλατος φυγή» η δημηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + ηλατος < ελατός (< ελαύνω), με έκταση τής πρώτης συλλαβής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”